- διηγήματι
- διήγημαtaleneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμελιτώ — καταμελιτῶ, όω (Α) πλημμυρίζω κάτι με γλυκύτητα (α. «κατεμελίτωσε λόχμην ὅλην» πλημμύρισε τη λόχμη με τη γλύκα τού τραγουδιού του, Αριστοφ. β. «κατεμελίτωσε τὰς ἁπάντων ἀκοὰς διηγήματι» τούς μάγεψε όλους με τη γλυκιά του αφήγηση, Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek